μαραζιάρης, -α, -ικο

μαραζιάρης, -α, -ικο
1. αυτός που έχει μαράζι, ο φθισικός, ο καχεκτικός.
2. μτφ., ο θλιμμένος, ο μελαγχολικός: Η αδερφή του αυτές τις μέρες είναι μαραζιάρα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μαραζιάρης — α, ικο [μαράζι] 1. μαραζωμένος, μαραμένος, καχεκτικός 2. αυτός που πάσχει από φυματίωση 3. αυτός που έχει πάθει μελαγχολία από μεγάλη στενοχώρια, αυτός που ρέπει στη μελαγχολία, μελαγχολικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”