- μαραζιάρης, -α, -ικο
- 1. αυτός που έχει μαράζι, ο φθισικός, ο καχεκτικός.2. μτφ., ο θλιμμένος, ο μελαγχολικός: Η αδερφή του αυτές τις μέρες είναι μαραζιάρα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.